Προθέματα και επιθήματα βιολογίας:Ερυθρ- ή Ερυθρο-
Ορισμός
Το πρόθεμα erythr- ή ερυθρο- σημαίνει κόκκινο ή κοκκινωπό. Προέρχεται από την ελληνική λέξη έρυθρος σημαίνει κόκκινο.
Παραδείγματα
Ερυθραλγία (ερυθρο-αλγία) - Διαταραχή του δέρματος που χαρακτηρίζεται από πόνο και ερυθρότητα των προσβεβλημένων ιστών.
Ερυθραιμία (Ερυθραιμία) - Μη φυσιολογική αύξηση του αριθμού των ερυθρών αιμοσφαιρίων στο αίμα.
Ερυθρισμός (Ερυθρισμός) - Κατάσταση που χαρακτηρίζεται από ερυθρότητα μαλλιών, γούνας ή φτέρωμα.
Ερυθροβλάστες (Ερυθροβλάστη) - Ανώριμο κύτταρο που περιέχει πυρήνα που βρίσκεται στον μυελό των οστών και σχηματίζει ερυθροκύτταρα (ερυθρά αιμοσφαίρια).
Ερυθροβλάστωμα (Erythro-blast-oma) - Όγκος που αποτελείται από κύτταρα που μοιάζουν με πρόδρομα κύτταρα ερυθρών αιμοσφαιρίων γνωστά ως μεγαλοβλάστες.
Ερυθροβλαστοπενία (Erythro-blasto-penia) - Ανεπάρκεια στον αριθμό των ερυθροβλαστών στο μυελό των οστών.
ερυθροκύτταρα (Ερυθροκύτταρο) - Κύτταρο του αίματος που περιέχει αιμοσφαιρίνη και μεταφέρει οξυγόνο στα κύτταρα. Είναι επίσης γνωστό ως ερυθρό αιμοσφαίριο.
Ερυθροκυτταρόλυση (Ερυθροκυτταρόλυση) - Διάλυση ή καταστροφή ερυθρών αιμοσφαιρίων που επιτρέπει στην αιμοσφαιρίνη που περιέχεται στο κύτταρο να διαφύγει στο περιβάλλον του.
Ερυθρόδερμα (Ερυθρόδερμα) - Κατάσταση που χαρακτηρίζεται από μη φυσιολογική ερυθρότητα του δέρματος που καλύπτει μια εκτεταμένη περιοχή του σώματος.
Ερυθροδοντία (Ερυθροδοντία) - Αποχρωματισμός των δοντιών που τα κάνει να έχουν κοκκινωπή όψη.
Ερυθροειδής (Ερυθροειδές) - Έχει κοκκινωπό χρώμα ή σχετίζεται με ερυθρά αιμοσφαίρια.
Έρυθρον (Erythr-on) - Συνολική μάζα ερυθρών αιμοσφαιρίων στο αίμα και στους ιστούς από τους οποίους προέρχονται.
Ερυθροπάθεια (Ερυθροπάθεια) - Οποιοσδήποτε τύπος ασθένειας που περιλαμβάνει ερυθρά αιμοσφαίρια.
Ερυθροπενία (Ερυθροπενία) - Ανεπάρκεια στον αριθμό των ερυθροκυττάρων.
Ερυθροφαγοκυττάρωση (Ερυθροφαγο-κυτταρόπτωση) - Διαδικασία που περιλαμβάνει την κατάποση και την καταστροφή των ερυθρών αιμοσφαιρίων από ένα μακροφάγο ή άλλο τύπο φαγοκυττάρου.
Ερυθρόφιλο (Erythro-phil) - Κύτταρα ή ιστοί που βάφονται εύκολα με κόκκινες βαφές.
Ερυθροφύλλη (Erythro-phyll) - Χρωστική ουσία που παράγει κόκκινο χρωματισμό σε φύλλα, άνθη, φρούτα και άλλες μορφές βλάστησης.
Ερυθροποίηση (Erythro-poiesis) - Διαδικασία σχηματισμού ερυθρών αιμοσφαιρίων.
Ερυθροποιητίνη (Ερυθροποιητίνη) - Ορμόνη που παράγεται από τα νεφρά και διεγείρει τον μυελό των οστών να παράγει ερυθρά αιμοσφαίρια.
Ερυθροψίνη (Erythr-opsin) - Διαταραχή της όρασης κατά την οποία τα αντικείμενα φαίνεται να έχουν κοκκινωπή απόχρωση.